- παρδάλου
- πάρδαλοςplovermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek
παρδαλοσύνη — η [παρδαλός] η ιδιότητα τού παρδαλού, πολυχρωμία ή ηθική αστάθεια … Dictionary of Greek
Δημητριάδης, Φωκίων — (Κωνσταντινούπολη 1894 – Αθήνα 1977). Σκιτσογράφος και γελοιογράφος. Δημοσίευσε τα πρώτα του σκίτσα το 1913 σε σατιρικά περιοδικά της Κωνσταντινούπολης και από το 1918 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη γελοιογραφία. Επί 60 ολόκληρα χρόνια σατίριζε την… … Dictionary of Greek